χαλαστήριο

χαλαστήριο
το / χαλαστήριον, ΝΑ
νεοελλ.
εξάρτημα, αγόμενο για το λύσιμο τών τριγωνικών ιστίων τών ιστιοφόρων, κν. καργέλι
αρχ.
(μόνο στον πληθ.) τὰ χαλαστήρια
σχοινιά με τα οποία κατέβαζαν την καταρρακτή θύρα, τον καταρράκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλασ- τού χαλῶ* (πρβλ. χαλαστικός) + επίθημα -τήριον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”